μισερός — ή, ό ασθενικός, ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά: Δούλευε από μικρός για να ζήσει τους μισερούς γονείς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μισερεύω — [μισερός] μισερώνω … Dictionary of Greek
μισερώνω — [μισερός] καθιστώ κάποιον μισερό, ανάπηρο, σακατεύω, αλλ. μισερεύω … Dictionary of Greek
αλλακτός — και χτός, ή, ό (Α ἀλλακτός, ή, όν) [ἀλλάσσω] νεοελλ. αυτός που μπορεί να αλλαχθεί, να αντικατασταθεί, να αναπληρωθεί 2. αυτός που προήλθε από ανταλλαγή 3. ιδιότροπος, παράξενος 4. α) παιδί τών νεράιδων καχεκτικό και ελαττωματικό, που αυτές… … Dictionary of Greek
ανάσωστος — η, ο ο μη κανονικός στο σώμα, λειψός, μισερός … Dictionary of Greek
απόριγμα — κ. απόρριμμα, το 1. ό,τι πετιέται ως περιττό, άχρηστο υπόλειμμα, σκουπίδι 2. πρόωρο γέννημα, έκτρωμα 3. έκτρωση, αποβολή εμβρύου 4. άνθρωπος (ή ζώο) ελαττωματικός, μισερός … Dictionary of Greek
κακομοίρης — α, ικο (Μ κακομοίρης, α) 1. αυτός που έχει κακή μοίρα, δυστυχής, κακότυχος 2. ως ουσ. ο κακομοίρης, η κακομοίρα, το κακόμοιρο άξιος οίκτου και συμπάθειας, καημένος νεοελλ. 1. αυτός που έχει έλλειψη φυσικών ή ψυχικών χαρισμάτων, άχαρος,… … Dictionary of Greek
σημειώνω — σημειῶ, όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμειῶ Α [σημεῑον] 1. επιθέτω ή γράφω κάπου σημείο για αναγνώριση ή υπόμνηση (α. «σημείωσα όλα τα λάθη στο κείμενο» β. «ταῡτα γὰρ νῡν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους», Πολ.) 2. υπολογίζω σοβαρά κάτι,… … Dictionary of Greek